ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Ο ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ BENJI DAVIES από Πελιώ Παπαδιά 15 Φεβρουαρίου, 2017 από Πελιώ Παπαδιά 15 Φεβρουαρίου, 2017 0 Ο εικονογράφος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Benji Davies μιλάει για πρώτη φορά στους Έλληνες αναγνώστες για την παιδική λογοτεχνία, για τις εικόνες και τις λέξεις του, τις ιδέες, τους χαρακτήρες και για φυσικά για τα βιβλία του. Γεια σας, Benji! Χαίρομαι που θα έχουμε αυτή τη συζήτηση, καθώς λατρεύω τα βιβλία σας. Θέλετε, όμως, να μας μιλήσετε αρχικά λίγο για εσάς, ώστε να σας γνωρίσουμε καλύτερα; Χαίρετε! Ονομάζομαι Benji Davies και φτιάχνω εικονογραφημένα βιβλία. «Γράφω» και τις λέξεις και τις εικόνες. Έχω εργαστεί ως σκηνοθέτης animation και έχω φτιάξει ταινίες μικρού μήκους και video-clips. Το στούντιό μου βρίσκεται στο Λονδίνο, στο σπίτι όπου εργάζομαι και ζω με τη γυναίκα μου, τη Nina, σχεδιάστρια μόδας. Μια τετριμμένη, αλλά μάλλον απαραίτητη ερώτηση. Ποια είναι τα απαραίτητα συστατικά για να δημιουργήσει κανείς ένα καλό παιδικό βιβλίο; Ένα καλό εικονογραφημένο βιβλίο μεταφέρει τα παιδιά έξω από τη συνηθισμένη ζωή τους και τους δείχνει μια εμπειρία διαφορετική από τη δική τους, συνδέοντάς τα ταυτόχρονα με την ιστορία που αφηγείται. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, που τα παιδιά θέλουν να επισκέπτονται και στον οποίον θέλουν να επιστρέφουν, γιατί εκεί γελούν, γιατί εκεί κλαίνε, γιατί από εκεί απολαμβάνουν τη θέα. Και βέβαια, είναι ένας κόσμος στον οποίον πάντοτε υπάρχει ελπίδα. Ως παιδί, διαβάζατε (ή μήπως ζωγραφίζατε) εικονογραφημένα βιβλία; Ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιες οι επιρροές σας; Πάντοτε ζωγράφιζα! Ήταν η αγαπημένη μου ασχολία σε σπίτι και σχολείο. Σε όλες τις σχολικές εργασίες, έβρισκα πάντοτε τρόπους να εντάξω τη ζωγραφική, ακόμα κι αν δεν ήταν απαραίτητη. Στη Γλώσσα, ομόρφαινα με σκίτσα ένα ποίημα. Στις επιστημονικές εργασίες εικονογραφούσα τα διαγράμματα. Μου άρεσε επίσης να γράφω και να ζωγραφίζω εικόνες που συνόδευαν τις λέξεις. Από πολύ μικρός, αγαπούσα τα εικονογραφημένα βιβλία και μεγαλώνοντας απογοητευόμουν, καθώς η εικονογράφηση σε ό,τι διάβαζα μειωνόταν. Έτσι διάβαζα βιβλία με έντονα τα στοιχεία φανταστικού, που καλλιεργούσαν την πλούσια φαντασία μου. Ξεχωριστό για μένα βιβλίο ήταν το «The Little Grey Men» (σ.σ. δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), μια ιστορία για τρεις νάνους, που αναζητούν τον χαμένο τέταρτο αδελφό τους. Ο συγγραφέας είχε εικονογραφήσει την αρχή του κάθε κεφαλαίου και το βιβλίο είχε και ορισμένες ολοσέλιδες εικόνογραφήσεις. Με ενέπνευσε που ο BB (σ.σ. ψευδώνυμο του φυσιογνώστη Denys James Watkins-Pitchford) ήταν ταυτόχρονα συγγραφέας και εικονογράφος. Επίσης, μου άρεσαν βιβλία με πρωταγωνιστές ζώα, βιβλία για παράδειγμα των Dick King-Smith (σ.σ. μεταφρασμένα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός), Colin Dann (σ.σ. βιβλία του κυκλοφορούσαν παλαιότερα από τις εκδόσεις Πατάκη) και αργότερα τα Redwall books του Brain Jacques (σ.σ. Δύο από αυτά έχουν κυκλοφορήσει παλαιότερα από τις εκδόσεις Ψυχογιός). Τέλος, επηρεάστηκα πολύ από τα τηλεοπτικά καρτούν και τις ταινίες κινουμένων σχεδίων. Για παράδειγμα, έτσι ανακάλυψα το «Watership Down», του Richard Adams (σ.σ. το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος με τίτλο «Στο λόφο του Γουότερσιπ»). Αφού είδα πολλές φορές την ταινία ως παιδί, διάβασα πολύ αργότερα, στην εφηβεία μου, το βιβλίο. Ξεκινήσατε ως εικονογράφος, αλλά έχετε πλέον περάσει και στη συγγραφή κείμενου. Με ποιο τρόπο έγινε αυτή η μετάβαση; Πώς εργάζεστε σε ένα εντελώς δικό σας πρότζεκτ; Για πολλά χρόνια, εικονογραφούσα κείμενα άλλων συγγραφέων. Το να γράψω, όμως, δικά μου βιβλία ήταν κάτι που ήθελα να κάνω. Χάρη στη δουλειά μου ως σκηνοθέτη, η συγγραφή δεν μου φαινόταν εντελώς άγνωστη διαδικασία, αλλά και πάλι έπρεπε να βρω τον προσωπικό μου τρόπο δημιουργίας, την προσωπική μου φωνή, έτσι ώστε λέξεις και εικόνες να ταιριάξουν μέσα στα βιβλία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν σχεδίαζα κάποια καπέλα ψαράδων στην παραλία. Μου θύμισαν μια ταινία που είχα κάνει στο πανεπιστήμιο, με τίτλο “A Bowl of Soup”, που μιλούσε για ένα μικρό αγόρι που βρήκε μια φάλαινα στην παραλία και την πήρε στο σπίτι του∙ πάντοτε αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να την μεταμορφώσω σε εικονογραφημένο βιβλίο. Έτσι, αυτά τα σχέδια έγιναν το σπίτι του μικρού Νόι, πρωταγωνιστή στο βιβλίο «Ο Νόι και η φάλαινα». Η διαδικασία ήταν παράξενη, καθώς δεν είχα ξαναγράψει βιβλίο. Επέστρεψα στο εικονογραφημένο σενάριο της ταινίας και ξεκίνησα να ξηλώνω σεκάνς και να σκέφτομαι εκ νέου ορισμένα στοιχεία, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν πλέον σε άλλο φορμά, σε αυτό ενός βιβλίου με εικόνες. Έπειτα, άρχισα να υφαίνω σιγά σιγά τις λέξεις μέσα στις εικόνες, ώστε να βοηθήσω την ιστορία να ξετυλιχτεί. Μου πήρε περίπου τρία χρόνια, ενώ βέβαια δούλευα και με άλλα πράγματα, ώστε να απογειώσω αυτό το πρότζεκτ, μετά από αρκετές λανθασμένες εκκινήσεις και αδιέξοδα. Σήμερα πλέον, οι ιδέες μου ξεκινούν από λέξεις. Μόλις έχω μια ιδέα, κρατώ σημειώσεις. Εμφανίζεται οπτικά στο μυαλό μου και οι σημειώσεις που κρατώ με βοηθούν να διαμορφώνω μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της ιστορίας, πριν καν χρειαστεί να σχεδιάσω. Μπορεί, βέβαια, να κάνω και λίγα σχέδια πάνω στις σημειώσεις. Νομίζω ότι αυτός ο τρόπος με βοηθά να φτιάχνω πιο ενδιαφέρουσες φράσεις και περιγραφές. Στη συνέχεια, σχεδιάζω τις εικόνες και, καθώς προχωρώ, βάζω τις λέξεις στη θέση τους, πριν καν τροποποιήσω την ιστορία σε φορμά βιβλίου. Πώς εμπνέεστε τις ιστορίες σας και πώς χτίζετε τους χαρακτήρες σας και τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία κινούνται; Η έμπνευση έρχεται από παντού. Είναι δύσκολο να εντοπίσω από πού ακριβώς. Διάφορες, άσχετες μεταξύ τους, σκέψεις συγκεντρώνονται μαζί και φτιάχνουν μια ιδέα. Καμιά φορά, η αφορμή για να ξεκινήσει το ταξίδι είναι ένας χαρακτήρας σε ένα χώρο. Διαμορφώνεται μέσα στο κεφάλι μου, μου μιλάει, μου λέει πράγματα για τον εαυτό του. Ή είναι μια κατάσταση, μια σχηματισμένη ιστορία, μια ιδέα, μια σύλληψη. Το να εμπνευστείς, είναι πολύ πιο δύσκολο από αυτό που συνήθως φαντάζονται οι άνθρωποι, ιδιαίτερα δε το να συλλάβεις μια ιστορία, που έχει τη δική της ζωή, μια ιστορία που τη νιώθεις αυθεντική. Ας μιλήσουμε τώρα για τρία βιβλία σας για παιδιά από 3 ετών, που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος. Ξεκινάω από τους Φίλους στο Λόφο, που έχει γράψει η Linda Sarah. Πώς προσεγγίσατε ένα τόσο τρυφερό κείμενο και πώς ζωντανέψατε τους χαρακτήρες; Δυσκολεύτηκα να εικονογραφήσω αυτό το βιβλίο, καθώς είχα ελάχιστες ενδείξεις για τους χώρους ή για το πώς έμοιαζαν οι χαρακτήρες∙ μόνο ότι ήταν τρία αγόρια που έπαιζαν σε ένα λόφο. Δεν ήμουν, λοιπόν, σίγουρος για το πώς θα έπρεπε να είναι. Έτσι, αρχικά, καθώς έχτιζα με εικόνες την ιστορία, ώστε να ταιριάζει με τις λέξεις της Linda, σχεδίασα τα αγόρια ως σιλουέτες, μαύρες σκιερές φιγούρες, για να προτείνω τα στησίματα και τις δράσεις τους. Μόλις ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία, μου ήταν πιο εύκολο να δω πώς θα έμοιαζαν, καθώς οι προσωπικότητές τους εξελίσσονταν μέσα από τη ζωγραφική μου. Περνάμε στο περίφημο «Νησί του Παππού». Για να είμαι ειλικρινής, άργησα να το διαβάσω στα παιδιά μου από την ημέρα που το πήρα στα χέρια μου. Γιατί μου ξύπνησε μνήμες από δικές μου παιδικές και ενήλικες απώλειες και έπρεπε πρώτα να διαχειριστώ το πώς θα τους μιλούσα για αυτές. Και τα δυο παιδιά, 6 και 8 ετών, ξέσπασαν αρχικά σε κλάματα, αντιμέτωπα με την οριστική «φυγή» του Παππού. Εν συνεχεία, όμως, όταν συνειδητοποίησαν ότι ήταν πλέον σε ένα όμορφο μέρος μπόρεσαν να επεξεργαστούν την ιδέα μιας όμορφης μετά θάνατον ζωής. Με ποια αφορμή γράψατε αυτό το βιβλίο και ποιες οι αντιδράσεις των αναγνωστών; Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει με «Το νησί του παππού». Ο κάθε αναγνώστης δίνει τη δική του ερμηνεία∙ και έτσι πρέπει να συμβαίνει. Αλλά εγώ το έγραψα έχοντας μια προσωπική προοπτική. Ο παππούς μου πέθανε όταν ήμουν στα μέσα της εφηβείας και δεν μπόρεσα ποτέ να του μιλήσω ως ενήλικας. Άρχισα, λοιπόν, να σκέφτομαι πώς θα ήταν αυτές οι συζητήσεις μας, τι άλλα πράγματα θα μπορούσε να μου πει για τη ζωή του. Και όλο αυτό με έκανε να προβληματιστώ για το τι μένει στους ανθρώπους όταν οι αγαπημένοι τους πεθαίνουν. Τι έκαναν, τι τους άρεσε, πώς έζησαν τη ζωή τους, πόσο χρόνο πέρασαν μαζί τους; Οι νεκροί ζουν μέσα από τις αναμνήσεις που έχουμε για αυτούς. Το νησί, λοιπόν, είναι ένα πορτρέτο του Παππού του Σιντ, είναι όλες οι όμορφες αναμνήσεις του από τις στιγμές που πέρασαν μαζί, τοποθετημένες σε ένα όμορφο μέρος, καθώς ο Σιντ τον θυμάται. Η μετά θάνατον ζωή του Παππού συνεχίζεται στη μνήμη του Σιντ. Αναζητούσα μια ικανοποιητική αφηγηματική δομή, με αλληγορική σημασία, ώστε η ιστορία να είναι μεταφορική, και σημειώνω ότι προσωπικά δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή. Όταν τα παιδιά είναι μικρά, δεν «διαβάζουν» στο βιβλίο το στοιχείο του θανάτου, αλλά και πάλι καταλαβαίνουν την ιστορία του Παππού, που φεύγει για να ζήσει κάπου αλλού και ότι αυτό δεν πειράζει∙ γεγονός που με ικανοποιεί. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικίες αναγνώστες καταλαβαίνουν περισσότερα για την ιστορία και ελπίζω ότι στο τέλος ανακουφίζονται. Οι αντιδράσεις των ενηλίκων είναι ανάμεικτες. Αρκετοί κλαίνε και βρίσκουν την κάθαρση. Άλλοι, που δεν το περιμένουν- ίσως δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν συναισθηματικά την απώλεια- αναστατώνονται. Ορισμένοι διαβάζουν την ιστορία πολύ… κυριολεκτικά και δεν εκτιμούν την αλληγορία. Νομίζουν, δηλαδή, ότι ο Σιντ επικοινωνεί με τους νεκρούς. Ε, αυτό το βρίσκω λίγο… τρελό για έναν ενήλικα, ο οποίος θα έπρεπε να μπορεί να διαβάζει πίσω από τις γραμμές. Ο θάνατος είναι ένα προκλητικό θέμα για το χώρο των παιδικών εκδόσεων, καθώς είμαστε ιδιαίτερα δογματικοί αναφορικά με το ποια θέματα είναι κατάλληλα για παιδιά. Προσωπικά, πιστεύω ότι ο θάνατος είναι ένα από αυτά και ότι δεν θα έπρεπε να υποκρινόμαστε και να αποφεύγουμε να συζητήσουμε για αυτόν. Το βιβλίο, όμως, δεν μιλάει μόνο για τον θάνατο, αλλά και για την αγάπη και για τις αναμνήσεις. Χαίρομαι πολύ που επιλέξατε να το διαβάσετε στα παιδιά σας και που δημιούργησε χώρο, ώστε να συζητήσετε. Τέλος, πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο βιβλίο σας που μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, το αριστουργηματικό «Ο Νόι και η φάλαινα». Όπως προανέφερα, η ιστορία βασίζεται σε μια ταινία που είχα κάνει 15 χρόνια πριν. Το όνομα Νόι προστέθηκε εκ των υστέρων, καθώς ο πρωταγωνιστής του φιλμ ήταν ανώνυμος. Λίγο πριν αρχίσω να δουλεύω το βιβλίο, είχα δει μια ισλανδική ταινία, που ονομαζόταν «Noi Albinoi» και λάτρεψα το όνομα Noi, το οποίο έδωσα στον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ο μικρός μεγαλώνει χωρίς μαμά, με τον σκληρά εργαζόμενο μπαμπά του και βρίσκει παρηγοριά στη μοναξιά του στο πρόσωπο μιας φάλαινας, που ξεβράζεται στην ακτή μετά από μια καταιγίδα. Σύντομα αναγκάζεται να την αποχωριστεί, αλλά ο ίδιος και η σχέση του με τον πατέρα του έχουν πλέον αλλάξει. Η αφήγηση είναι ιδαίτερα οπτική, τόσο που την κατανοούν πολύ μικρά παιδιά, ακόμα και 2 ετών. Είναι υπέροχο να μπορείς να επικοινωνήσεις μια τέτοια ιστορία σε τόσο μικρά παιδιά, που ακόμα αναπτύσσουν τις γλωσσικές τους δεξιότητες. Έχω γράψει και μια δεύτερη, χειμωνιάτικη, ιστορία, με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Σε αυτήν, ο Νόι αντιμετωπίζει μια χιονοθύελλα, ενώ ο μπαμπάς του είναι χαμένος κάπου στη θάλασσα. Μετά το πρώτο βιβλίο, ήθελα να τον πάω και κάπου αλλού, ώστε να εξερευνήσει τη ζωή πέρα από την παραλία που γνωρίζει και αγαπά. Στην πρώτη ιστορία, ο Νόι μαθαίνει, μέσα από την άφιξη της φάλαινας στη ζωή του, να μην κρύβει τα συναισθήματά του και έτσι επικοινωνεί καλύτερα με τον μπαμπά του. Τώρα, λοιπόν, που είναι συναισθηματικά κοντά του, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να δοκιμάσω τη σχέση τους και να δω πώς θα αντιδρούσε ο Νόι αν ο πατέρας του χανόταν, και πόσο θα ήθελε να επιστρέψει η φίλη του, η φάλαινα. Ελπίζω ότι θα διασκεδάσετε και με αυτό το βιβλίο όταν και αν μεταφραστεί στην Ελλάδα. Και να ξέρετε ότι ο Νόι συνεχίζει να ζει στο μυαλό μου, μαζί με ιδέες για νέες ιστορίες… Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Ίκαρος που μας έφεραν σε επαφή με τον Benji Davies. Εκτός από τα τρία βιβλία που αναφέρθηκαν, από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί και η σειρά βιβλίων για πολύ μικρά παιδιά με πρωταγωνιστή τον Αρκουδάκο. Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου για τον Benji Davies Αγαπώ και ξεχωρίζω τη δουλειά του Benji Davies. Για πολλούς λόγους. Γιατί αν η παιδικότητα όπως εγώ την ορίζω -και τη βίωσα- είχε μια αντιπροσωπευτική χρωματική παλέτα, τότε για μένα είναι ακριβώς η παλέτα χρωμάτων του Benji. Χρώματα τόσο προσεκτικά επιλεγμένα, ισορροπημένα και ταιριασμένα ώστε να μεταδίδουν το μέγιστο της χαράς και της έντασης που μπορούν να μεταδώσουν, χωρίς πουθενά να αισθανθείς ότι φωνάζουν ή το παρακάνουν. Ακόμη, γιατί στις ιστορίες του δεν αφηγείται μόνο τη δράση, την πλοκή, τα συναισθήματα των ηρώων του με δύναμη και λεπτομέρεια (τη δική του λεπτομέρεια που δεν επιτρέπει τίποτα περιττό) αλλά και τους κόσμους όπου συμβαίνουν όλα αυτά. Τα σκηνικά των βιβλίων του Benji έχουν κάτι από τους κόσμους που στήναμε μικροί με τα playmobil μας, κάτι από την αφέλεια και την αυτάρκεια με την οποία φτιάχναμε ένα ολόκληρο σύμπαν με τα πιο απλά και περιορισμένα υλικά. Τέλος, γιατί και οι λέξεις που επιλέγει να χρησιμοποιήσει και οι ιστορίες που επιλέγει να πει, κρατούν την ίδια καλοδουλεμένη ισορροπία με τις εικόνες του. Κι αυτό είναι που κάνει την απόδοση του κειμένου στα ελληνικά καθόλου εύκολη υπόθεση. Όσο λιγότερες οι λέξεις τόσο πιο δύσκολη η μετάφραση μού είχε πει κάποτε η Μαρία Αγγελίδου και έχει δίκιο. Και όσο πιο πολύ λατρεύεις το πρωτότυπο, τόσο ακόμη πιο δύσκολη προσθέτω εγώ. Ελπίζω στον Νόι και στο Νησί του Παππού να έχω καταφέρει το καλύτερο δυνατό. Ο Benji Davies είναι σπουδαίο παράδειγμα δημιουργού που τιμά την -αρκετά παρεξηγημένη στη χώρα μας- κατηγορία των picture books. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω ένα εβδομαδιαίο σεμινάριο που έδωσε με συναδέλφους του στην Ισπανία και να θαυμάσω την προσοχή που επενδύουν δημιουργοί του δικού του επιπέδου σε κάθε λεπτομέρεια. Το χρόνο που αφιερώνουν στις δοκιμές της εικόνας, της πλοκής, των ηρώων, των λέξεων. Τον Νόι τον αγαπώ λίγο παραπάνω από όλα τα υπόλοιπα. Γιατί πριν γίνει βιβλίο ήταν ταινία, η διπλωματική εργασία του Benji στο animation. Κι ο Νόι έχει κρατήσει μέσα στις στατικές εικόνες της δεύτερης καριέρας του στον κόσμο του βιβλίου, αυτή την ζωή στις εκφράσεις και τις κινήσεις του. Ή έτσι το βλέπω εγώ τουλάχιστον. O Αντώνης Παπαθεοδούλου έχει μεταφράσει τα βιβλία του Benji Davies που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος Benji DaviesΑντώνης Παπαθεοδούλουεικονογραφημένο βιβλίοΕκδόσεις ΊκαροςΟ Νόι και η Φάλαιναπαιδικό βιβλίοσυνέντευξη με τον Benji DaviesΤο νησί του ΠαππούΦίλοι στον Λόφο 0 FacebookTwitterPinterestEmail Προηγούμενο άρθρο Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΘΡΑΝΙΟΥ Επόμενο άρθρο ΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Φαίδρα Παπανικολάου: Απολαμβάνω να εργάζομαι μαζί με τα παιδιά μέσω των τεχνών Πού πήγε το Νησί του Ποτέ-Ποτέ; Καλλιεργώντας στα παιδιά την προσαρμοστικότητα Άννα Κανδαράκη: Ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δυσκολεύεται ακόμα και τα Χριστούγεννα Δωρομπερδέματα για μικρούς και… αρκετά μεγάλους Φέτος τα Χριστούγεννα, ο Μάνος Μπονάνος λέει τα Κάλαντα Καβάλα σε Καμήλα Μάρω Θεοδωράκη: Να καλλιεργήσουμε την καλοσύνη και την εγκαρδιότητα στα παιδιά μας!