Αρχική HOT Τελειομανία στα παιδιά: Τι είναι και πώς την αντιμετωπίζουμε
τελειομανία

Τελειομανία στα παιδιά: Τι είναι και πώς την αντιμετωπίζουμε

από Πελιώ Παπαδιά

Τελειομανία (ή τελειοθηρία): Υπάρχουν αρκετοί ορισμοί για τη λέξη και την κατάσταση που περιγράφει. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τελειομανή τον  άνθρωπο που αρνείται να δεχτεί οτιδήποτε λιγότερο από την τελειότητα, που προσπαθεί να μην κάνει κανένα λάθος, που δεν δέχεται με τίποτα τη μετριότητα, που θέτει εξαιρετικά υψηλά πρότυπα απόδοσης και που ασκεί πολύ αρνητική κριτική στον εαυτό του όταν δεν φτάνει αυτά τα πρότυπα, ανησυχώντας πάρα πολύ για το πώς θα τον κρίνουν οι άλλοι άνθρωποι. Αν στην περιγραφή αυτή αναγνωρίζετε κομμάτια του εαυτού σας ή του παιδιού σας, παρακαλώ, συνεχίστε την ανάγνωση.

Υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση για το αν η τελειομανία αποτελεί προσόν ή τροχοπέδη για τον φορέα της, τον τελειομανή άνθρωπο. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί το όριο ανάμεσα στη φυσιολογική και στην παθολογική τελειομανία δεν είναι ξεκάθαρο. Όλοι θα θέλαμε να είμαστε τέλειοι. Όλοι θα θέλαμε να έχουν άριστη εικόνα για εμάς οι άλλοι. Η πλειονότητά μας, όμως, κατανοεί ότι αυτό είναι πρακτικά ανέφικτο. Μπορεί να είμαστε τέλειοι σε κάτι (μπορεί και όχι), όμως δεν γίνεται να είμαστε τέλειοι σε όλα. Αυτό, θεωρητικά, το καταλάβαμε νωρίς, ήδη από την παιδική μας ηλικία, όταν διαπιστώσαμε τα ταλέντα μας, τις ικανότητές μας και τις αδυναμίες μας και πορευτήκαμε με βάση αυτά. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, αυτή η διάκριση δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε σωστά, με δεινές επιπτώσεις για την ψυχική υγεία, ήδη από την παιδική ηλικία και φυσικά στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή.

Μαθήματα πιάνου

Σκέφτομαι πως αν υπήρχε ένας μετρητής τελειομανίας, ως παιδί θα βρισκόμουν, αν όχι στην κορυφή του, τουλάχιστον αρκετά ψηλά. Ταυτόχρονα, όμως, σκέφτομαι πως ίσως κάνω λάθος. Γιατί δεν αισθάνθηκα απόρριψη ούτε εισέπραξα αδιαφορία. Γιατί δεν ζορίστηκα σε αυτά που ήμουν, ας πούμε, «τέλεια», για παράδειγμα στο σχολείο, ενώ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με όσα δεν ήμουν, για παράδειγμα στη ζωγραφική ή στον αθλητισμό.  Πλην της μουσικής. Στη μουσική στέκομαι σήμερα και με παρατηρώ, προσπαθώντας να με ψυχολογήσω, πολλά χρόνια μετά, και να κατανοήσω τον εαυτό μου και τη στάση μου.

Στις σπουδές μου στο πιάνο, έφτασα μέχρι την τρίτη μέση και έχω πτυχία αρμονίας και σολφέζ. Παρόλα αυτά, σιχαινόμουν και τον τρόπο διδασκαλίας και το πρόγραμμα του ωδείου –όχι φυσικά τη μουσική καθ’ αυτή. Κι όμως, από τα 7 έως τα 16 μου χρόνια, δεν έλεγα τίποτα. Δεν διαμαρτυρόμουν. Συνέχιζα αγόγγυστα (η ψυχούλα μου το ξέρει) να μελετώ, να αποδίδω, να περνάω τις τάξεις με δεκάρια και να… υποφέρω. Άραγε, γιατί δεν ζήτησα έγκαιρα να σταματήσω τα μαθήματα; Γιατί υποκρινόμουν την «τέλεια» σε κάτι που δεν ήμουν, και μάλιστα τόσο καλά, ώστε να ξεγελάω τους γονείς και τους καθηγητές μου; Πώς κατάφερα και τι ήταν αυτό που με ανάγκασε να γίνω «τέλεια» σε κάτι που δεν ήμουν. Δεν έχω ακόμα απάντηση, αλλά σαφώς εκεί εντοπίζω μια παθολογική τελειομανία.

Επιτέλους, απέτυχα!

Η «απελευθέρωσή» μου από τον εαυτό μου (γιατί οι γονείς μου ποτέ δεν με πίεσαν για καμιά τελειότητα, όλο αυτό έβγαινε από μέσα μου) ήρθε με μια αναπάντεχη (για τα δεδομένα μου) αποτυχία: Στο τέλος της Α’ λυκείου, πήρα μεν, και μάλιστα με Bien, το Sorbonne 2, κόπηκα δε, και μάλιστα με Ε στο Proficiency. Μετά το πρώτο σοκ, κρατώντας ακόμα τον σκισμένο φάκελο του British Council και το χαρτί στο χέρι, αντί να βάλω τα κλάματα, έβαλα τα γέλια. Επιτέλους, είχε φύγει από πάνω μου το «στίγμα» της τελειότητας και βρήκα τη δύναμη να ανακοινώσω στους γονείς μου ότι σταματάω το ωδείο, ότι δεν δίνω για ανωτέρα και ότι συνεχίζω τα μαθήματα πιάνου κατ’ οίκον, χωρίς πρόγραμμα, να παίζω ό,τι γουστάρω και να τραγουδάω –όπερ και εγένετο, για έναν χρόνο που, μουσικά, κύλησε πολύ ευχάριστα!

Κι έπειτα, ήρθαν οι πανελλήνιες, που κινήθηκαν ξανά στο πλαίσιο της τελειότητας, αλλά της φυσιολογικής. Δεν είχα καμία πρεμούρα να είμαι η πρώτη των πρώτων, αλλά να μπω άνετα στη σχολή που είχα επιλέξει. Κι έπειτα ήρθαν οι πολυετείς σπουδές, που κινήθηκαν σε μια ευρεία γκάμα βαθμολογίας, που άγγιζε ή έφτανε το «Άριστα», αλλά σε ένα λογικό πλαίσιο. Σε μια πρόσφατη συζήτηση, μου ετέθη το ερώτημα αν κόπηκα ποτέ σε μάθημα. Όχι, δεν κόπηκα ποτέ, γιατί ήμουν ικανή να αριστεύω σχεδόν πάντα χωρίς να ζορίζομαι. Όταν ζορίστηκα, όχι για λόγους εκπαιδευτικούς, αλλά λόγω ιδιαίτερων συνθηκών, βρήκα τη δύναμη να εγκαταλείψω το διδακτορικό μου λίγο πριν από το τέλος του και κατ’ επέκταση την ακαδημαϊκή μου πορεία. Μια μέρα, διέγραψα διαπαντός δεκατρία χρόνια από τη ζωή μου. Πλέον, η ψυχική μου υγεία είχε φθαρεί τόσο που επηρέαζε και το μωρό στην αγκαλιά και το μωρό στην κοιλιά μου. Ίσως μια τέλεια κοπέλα θα τα κατάφερνε όλα και θα υποστήριζε μέχρι τελικής πτώσεως τη διατριβή της, παρά την πολεμική που δεχόταν επειδή έγινε μάνα κατά τη διάρκεια της εκπόνησής της, με την κοιλιά στο στόμα κι ένα δίχρονο να την περιμένει απέξω. Αυτή, όμως, δεν ήμουν εγώ.

Μια αρκετά καλή μαμά αντέχει ένα αρκετά καλό παιδί;

Μεταξύ πρώτου παιδιού, διακοπής διδακτορικών σπουδών στο παραπέντε και δεύτερου παιδιού, θεώρησα ότι εμπέδωσα για τα καλά ότι τελειότητα δεν υπάρχει. Ακολούθησα τον δρόμο του Winnicott και αποδέχτηκα ΑΜΕΣΩΣ ότι θα είμαι μια αρκετά καλή μαμά –τέλεια σε κάποιες στιγμές μου, χείριστη σε κάποιες άλλες. Όμως, καθώς τα χρόνια της μητρότητας προχωρούσαν και ξαναπέρασα το κατώφλι του δημοτικού μου, τούτη τη φορά συνοδεύοντας τα παιδιά μου, κατάλαβα ότι κάπου μέσα μου αναζητούσα σε αυτά τη μαθησιακή τελειότητα στην οποία ήμουν συνηθισμένη ως παιδί. Αυτό με έφερε για ένα διάστημα σε σύγκρουση μαζί τους και τότε, ντιν νταν ντον, ευτυχώς χτύπησε καμπανάκι από τον σύντροφό μου και σταμάτησα εγκαίρως να τα «διαβάζω» για το σχολείο και να τους κάνω μαθήματα γαλλικών, γιατί υποφέραμε όλοι.

Σταδιακά, με λίγη θεραπεία, λίγα διαβάσματα, λίγο διάλογο, πολλή εφηβεία και, κυρίως, βάζοντας το μυαλό μου να δουλέψει, ξεπέρασα την όποια ματαίωσή μου (υπήρχε, δεν λέω ότι δεν υπήρχε) και έπαψα να έχω προσδοκίες τελειότητας για τους απογόνους μου. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο πλέον, είναι δυο άριστοι, αλλά όχι τέλειοι, μαθητές, δυο εξαιρετικά, αλλά όχι τέλεια, παιδιά, πολύ ικανά σε διάφορα με τα οποία ασχολούνται, εντελώς ανίκανα σε κάποια άλλα, με τα οποία είτε δεν ασχολούνται πλέον είτε, αν δεν μπορούν να απαλλαγούν από το άχθος τους, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Ή και όχι. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν είναι τελειομανή. Λύτρωση. Και μάθημα ζωής.

Τα παθολογικά τελειομανή παιδιά

Τι συμβαίνει, όμως, με τα παιδιά που θέλουν να είναι σε όλα τέλεια; Που δεν μπορούν να ανεχτούν το «αρκετά καλά», που κολλούν και συνεχίζουν ώσπου να γίνουν όλα ακριβώς όπως τα έχουν φανταστεί; Που έχουν εκρήξεις και εγκαταλείπουν την εκάστοτε «εργασία» τους, αν δεν μείνουν ευχαριστημένα; Σύμφωνα με την δρα Becky Kennedy, κλινική ψυχολόγο και συγγραφέα του βιβλίου Γίνε ο γονιός που θες (Εκδόσεις Ψυχογιός), πίσω από την τελειομανία βρίσκεται πάντα μια δύσκολη προσπάθεια συναισθηματικής ρύθμισης. Τα παιδιά αυτά θέλουν να είναι ικανά παντού και καταλήγουν μπερδεμένα και παγιδευμένα από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η απογοήτευσή τους είναι συνήθως αναντίστοιχη με την «αποτυχία» τους και δεν μπορεί να επιλυθεί με λογικά επιχειρήματα («Μα δεν πειράζει που έκανες ένα λάθος στην αντιγραφή, τώρα μαθαίνεις να γράφεις») από τη μεριά του φροντιστή.

Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν, αν αναγνωρίζουμε τέτοιου είδους σημάδια; Καταρχάς, να διακρίνουμε τα έντονα/υπερβολικά συναισθήματα του παιδιού, που φτάνουν συχνά στα άκρα –το τελειομανές παιδί είτε θα θεωρεί πως βρίσκεται στην κορυφή είτε στον πάτο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα τελειομανή παιδιά είναι επιρρεπή στην αυστηρότητα, ενώ το φάσμα μέσα στο οποίο νιώθουν ευτυχισμένα είναι περιορισμένο. Δεν είναι πεισματάρικα ούτε κακομαθημένα, όταν βιώνουν μια κρίση «μη τελειότητας». Απλώς δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή.

Ο επόμενος, λοιπόν, στόχος του γονιού, αφού εντοπίσει το πρόβλημα, είναι να προσπαθήσει σταδιακά να διευρύνει το φάσμα μέσα στο οποίο το παιδί αισθάνεται καλά και ασφαλές. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση του παιδιού διευρύνονται, καθώς διαλύεται η ψευδαίσθηση ότι η επιτυχία/ευτυχία/αποδοχή από την ομάδα επιτυγχάνονται μόνο μέσα από την τελειότητα.

Για τα τελειομανή παιδιά, η συμπεριφορά τους είναι δείκτης της ταυτότητάς τους, καθώς δεν μπορούν να τα διαχωρίσουν. Μια άριστη σχολική επίδοση (συμπεριφορά) σημαίνει για εκείνα εξυπνάδα (ταυτότητα), ενώ μια (έστω και ελάχιστη, π.χ. ένα λάθος στην ορθογραφία) αποτυχία (συμπεριφορά) σημαίνει χαζομάρα. Όλο αυτό, τους στερεί την ικανοποίηση που αντλείται μέσα από τη διαδικασία της μάθησης. Δεν αντέχουν το «αρκετά καλό».

Η δρ Kennedy σημειώνει ότι οι γονείς δεν πρέπει να γκρεμίζουμε εντελώς την τελειομανία των παιδιών, αλλά να τα οδηγούμε να την αντιληφθούν τα ίδια ως τροχοπέδη και να σταδιακά να αποκτήσουν μια υγιέστερη σχέση μαζί της, χωρίς να την αφήνουν να παίρνει τον έλεγχο της συμπεριφοράς τους. Μπορούν να κρατήσουν τα χρήσιμα και θετικά στοιχεία της, το κίνητρο, τη δύναμη, τη σκέψη και την πειθώ, αλλά να εκπαιδευτούν ώστε να μην καταρρέει ο κόσμος τους με την παραμικρή δυσκολία. Αναζητώντας μαζί τους την ιστορία πίσω από το συναίσθημα («Γιατί σε πειράζει τόσο που η ζωγραφιά σου δεν βγήκε όπως την είχες φανταστεί;» «Ποιο είναι το πρόβλημα που δεν έβαλες γκολ σήμερα;»), χτίζουμε την επίγνωση της εμπειρίας τους, θεμέλιο για τη ρύθμιση όσων αισθάνονται.

Μήπως φταίμε κι εμείς;

Πιθανόν η τελειομανία των παιδιών μας να έχει καλλιεργηθεί, άθελά μας, από τη δική μας συμπεριφορά και να μην είναι απλώς ιδιοσυγκρασιακή. Αν τα μαλώνουμε ή τα τιμωρούμε επειδή, κατά τη γνώμη μας, δεν «τα πήγαν καλά» σε κάτι, ενισχύουμε το άγχος τους, περιορίζουμε το φάσμα της ευτυχίας τους και η τελειομανία τους μεγεθύνεται –μαζί και η δυστυχία τους. Καλύτερα, λοιπόν, να συζητάμε για την όποια «αποτυχία» τους με επιείκεια και κατανόηση και ταυτόχρονα να κάνουμε τη δική μας αυτοκριτική.

Αν παρουσιάζουμε τους εαυτούς μας ως αλάνθαστους, τότε τα παιδιά νομίζουν ότι το «σωστό» είναι η τελειότητα. Οφείλουμε να είμαστε αληθινοί, τρωτοί, ανθρώπινοι, αρκετά καλοί (συμπεριφορά) και ταυτόχρονα να δηλώνουμε ευτυχισμένοι, ασφαλείς, αυτάρκεις, ικανοποιημένοι (ταυτότητα). Αν δεν μπορούμε να πετύχουμε για τον εαυτό μας αυτή τη συνθήκη, ας προβληματιστούμε, ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας δουλέψουμε τη δική μας (παθολογική) τελειομανία που, κατά πάσα πιθανότητα, προβάλλουμε και πάνω στα παιδιά μας.

Η στρατηγική της «Τέλειας Φωνής»

Η δρ Kennedy προτείνει μια ενδιαφέρουσα τεχνική, αυτή της «Τέλειας Φωνής»: Εξηγούμε στο παιδί ότι μέσα μας κρύβουμε όλοι το «Τέλειο Παιδί», που καμιά φορά γίνεται τόσο απαιτητικό και υψώνει τη φωνή του πάνω από την «Τέλεια Φωνή», την εσωτερική φωνή που μας καθοδηγεί, ώστε να είμαστε αρκετά καλοί και ευτυχείς. Αν η φωνή του «Τέλειου Παιδιού» μάς ξεκουφαίνει, μεταφορικά, τότε του ζητάμε να χαμηλώσει τους τόνους και συνδιαλεγόμαστε μαζί του, ώστε οι στόχοι μας να είναι ρεαλιστικοί και οι απαιτήσεις που έχουμε από τον εαυτό μας να μη μας πνίγουν.

Έπειτα, ζητάμε από το παιδί να αναζητήσει το δικό του «Τέλειο Παιδί», μα ταυτόχρονα να ρυθμίσει την «Τέλεια Φωνή» του σε επίπεδα που μπορεί να αντέξει. Όπως έχει προαναφερθεί, η τελειομανία δεν είναι απαραίτητα εχθρός. Αν τη διαχειριζόμαστε σωστά και δεν της επιτρέπουμε να μας καταπίνει συναισθηματικά, μας δίνει ώθηση για να προχωρήσουμε. Ιδανικά, προτείνουμε στο παιδί να ζωγραφίσει το εσωτερικό του «Τέλειο Παιδί» και τα… ντεσιμπέλ της «Τέλειας Φωνής», που του επιτρέπουν να είναι ήρεμο και να αποδέχεται ότι δεν μπορεί να τα καταφέρνει τέλεια σε όλα ούτε να είναι κάθε φορά αλάνθαστο. Η προσωποποίησή τους επιτρέπει στο παιδί να αισθανθεί πιο γειωμένο και ικανό να καταλαβαίνει τον εαυτό του. Μπορούμε, ακόμα, τόσο να μετατρέψουμε την άγνοια σε νίκη («Δεν ήξερες, όμως έμαθες και έτσι κέρδισες γνώση»), δίνοντας του τον χώρο να δυσκολεύεται και να μαθαίνει ή να κάνουμε ένα «κόλλα πέντε» για κάθε λάθος, ώστε αυτό να ταυτίζεται με κάτι θετικό («Κόλλα το, γιατί τώρα γνωρίζεις κάτι που πριν από λίγο δεν γνώριζες»).

Συνοπτικά, μην αφήσετε τα παιδιά σας να συνδέσουν τα μαθησιακά επιτεύγματά τους με την αξία που έχουν τα ίδια ως άτομα. Από το προνηπιαγωγείο κιόλας, στην πρώτη ένταξή τους σε σχολική περιβάλλον, τονίστε τους ότι δεν είναι άχρηστα ή ανάξια αν δεν τα καταφέρνουν καλά σε κάτι και ότι, αντιθέτως, είναι πάντοτε αποδεκτά και αξιαγάπητα. Δώστε τους κίνητρα να προσπαθούν, να βελτιώνονται και να ανθούν, μέσα από ρεαλιστικούς στόχους και αν κάποτε φέρατε ή συνεχίζετε να φέρετε έστω και ψήγματα παθητικής τελειομανίας, χαμηλώστε τον πήχυ των προσδοκιών σας. Ίσως ήρθε η ώρα για τη δική σας ενδοσκόπηση.

Διαβάστε: Dr Becky Kennedy, Γίνε ο γονιός που θες, Εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση: Ελένη Δασκαλάκη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ






Facebook

Newsletter

Συμπληρώστε το email σας για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα νέα του Τaλκ

Δήλωση Απορρήτου και Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

talcmag.gr ©2023 – All Right Reserved.