Αρχική HOT Ήρεμοι γονείς (και) τα Χριστούγεννα
ήρεμοι γονείς

Ήρεμοι γονείς (και) τα Χριστούγεννα

από Πελιώ Παπαδιά

Ανατρέχω σε χριστουγεννιάτικους εορτασμούς παλαιότερων ετών, τότε που τα παιδιά μου ήταν μικρά κι εγώ άπειρη, και θυμάμαι την προσπάθειά μου να είναι όλα «τέλεια», όλα «μαγικά»: Το δέντρο να στολίζεται ήδη από το τέλος του Νοεμβρίου, το σπίτι να λάμπει από άπειρα φωτάκια, τα δώρα (μα πόσα δώρα πια!) να τοποθετούνται νωρίς νωρίς στη θέση τους, τυλιγμένα σε πολύχρωμες κόλλες χαρτιού, τα γλυκά να φουρνίζονται και να ξεφουρνίζονται με ρυθμούς ζαχαροπλαστείου, τα τραπέζια και τα καλέσματα στο σπίτι μας να είναι πολλά και κανονισμένα εγκαίρως, όπως και οι επισκέψεις σε χριστουγεννιάτικα πάρκα, σε κινηματογράφους, θέατρα και εμπορικά κέντρα.

Να έχω φροντίσει να έχω καβάντζα άπειρα χριστουγεννιάτικα «παιδικά», για κάθε ημέρα και ώρα –λες κι αν τα παιδιά δεν έβλεπαν «Τα Χριστούγεννα του Μίκυ», αλλά «Το καλοκαίρι του Μίκυ», που είχα εύκαιρο, θα τραυματίζονταν ψυχολογικά… Να έχω προμηθευτεί (ποια, εγώ, που δεν μπορώ μια ίσια γραμμή να τραβήξω και κρατώ το ψαλίδι ανάποδα) είδη χειροτεχνίας για γιορτινές κατασκευές, γιατί έτσι μου είχαν πει ότι γίνεται το γιορτινό το bonding με τα παιδιά, το σωστό, το τίμιο. Να ψωνίζω στα παιδιά «καλά» ρούχα και παπούτσια –περιττό, νομίζω, να αναφέρω ότι φορέθηκαν άπαξ ή ούτε καν. Να επισκέπτομαι σούπερ μάρκετ από τις αρχές Δεκεμβρίου, για να γεμίσω το ψυγείο και τα ντουλάπια μας με χίλια καλούδια – γιατί όλοι το ξέρουν ότι αν δεν σερβίρεις στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι τσάτνεϊ παπάγιας με πεπαλαιωμένη γραβιέρα Βουργουνδίας 50 ετών ή χαμόν από τετράχρονο αγριογούρουνο της Χώρας των Βάσκων και χαβιάρι Μπελούγκα από ωοθήκες γνήσιας σαρκοφάγου Ρωσίδας οξυρρύγχου, απόγονο της οξυρρύγχου που τάιζε τη Μεγάλη Αικατερίνη ή τον Στάλιν (δεν θυμάμαι) έρχεται ένας καλικάντζαρος και σου κατουράει μέσα στη γέμιση της γαλοπούλας.

Να αγοράζω δεκάδες δώρα για όλους όσους θα συναντούσαμε και, προφανώς, για τα παιδιά τους, προσεγμένα και διαλεγμένα ένα ένα ξεχωριστά –είναι χαρά μου πάντα να προσφέρω, αλλά το να φεύγει ένα μηνιάτικο σε δώρα, για έναν απλό μισθωτό είναι τουλάχιστον ανοησία. Και, φυσικά, να κρύβω επιμελώς την κόπωσή μου, τα νεύρα μου, τον θυμό μου, το στρες μου, τα μαύρα μου τα χάλια, πίσω από ένα φρεσκοβαμμένο μαλλί, λίγο μακιγιάζ για να κρύψει τους μαύρους κύκλους και τη χλομάδα, ένα γιορτινό μανικιούρ, μια καινούργια μπλούζα με καμιά παγιέτα, κι ένα βεβιασμένο μητρικό χαμόγελο μονίμως κολλημένο στα χείλη όταν τα παιδιά ήταν παρόντα. Γιατί αν μου ξέφευγε κάνα δάκρυ ή ύψωνα τον τόνο της φωνής μου, τσακισμένη από την κούραση, χτυπούσαν το κουδούνι για τα κάλαντα οι ενοχές. Κι εγώ τους άνοιγα αμέσως διάπλατα την πόρτα, να μου «τα ψάλλουν».

Τα παραπάνω, σε περιόδους έντονου προθανάτιου (δυο «γιορτινές» νοσοκομειακές χρονιές) και μεταθανάτιου πένθους για τον μπαμπά μου (που πέθανε ανήμερα των Φώτων), σε περιόδους κατά τις οποίες η δουλειά μου ήταν αυξημένη κατά πολύ, σε περιόδους με μεγάλα οικονομικά ζόρια, σε περιόδους επιλόχειας, και όχι μόνο, κατάθλιψης, σε περιόδους όπου οι κρίσεις πανικού ήταν καθημερινές και, δυστυχώς, αυστηρά προσωπικές, σε περιόδους όπου χρειαζόμουν απλώς ένα χουχούλιασμα με την οικογένειά μου, να ακούσω τα κάλαντα από τα παιδιά μου, συνοδεύοντάς τα στο πιάνο, να φάω φαγητό μαγειρεμένο από άλλους, να μου κάνουν πολλές αγκαλιές, να έχω ελάχιστες κοινωνικές επαφές, να παίρνω μόνο βιβλία για δώρα, να έχω λίγο χρόνο αποκλειστικά για μένα και να ξεκουράζομαι μπροστά στο τζάκι υπό τους ήχους γιορτινών μελωδιών με τον σύντροφό μου και τα παιδιά μας. Δηλαδή, μόνο το 1/5 όλων όσων τελικά οργάνωνα και έκανα.

Στον αυτόματο πιλότο

Όλα τούτα δεν σημαίνουν ότι δεν πέρασα καλά αρκετές φορές. Τουναντίον, έχω, όπως και τα παιδιά, όμορφες αναμνήσεις ακόμα κι από τις γιορτές εκείνες που το σπιτικό μας πενθούσε. Τότε, μάλιστα, οι εορτασμοί, που δεν θα γίνονταν εάν δεν υπήρχε μωρό παιδί ή μωρά παιδιά, ήταν ψυχοθεραπευτικοί. Όμως, ανακαλώντας τις αναμνήσεις αυτές, αναγνωρίζω αμέσως ότι συνοδεύονταν από κόπο, τον οποίον δεν άντεχα να φορτώσω τον εαυτό μου, από μια αίσθηση καθήκοντος, που βάραινε την ψυχή μου και από μια υπερβολή, σαφώς αχρείαστη.

Βέβαια, όλα γίνονται αυτόματα. Δεν καταλάβαινα ούτε τι έκανα ούτε τι ήθελα. Ίσως μόνο κάποια βράδια, αν κατάφερνα να μείνω λίγο μόνη, ξέσπαγα σε βουβό κλάμα, μπερδεμένη ανάμεσα στα «πρέπει» της γονεϊκότητας και στα δικά μου «θέλω». Παρόλα αυτά, για κάποια χρόνια κατάπινα σχεδόν αμάσητα τα συναισθήματά μου και επέμενα σε εορτασμούς «εντός πλαισίου», τόσο που έπειθα ακόμα και τον, ας πούμε αντισυμβατικό, σύντροφό μου, που δεν ενδιαφέρεται για οτιδήποτε πολύβουο και γκλαμουράτο και μοδάτο και απαξιώνει εύστοχα κάθε «πρέπει» που δεν του ταιριάζει χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες της απαξίωσης αυτής –δηλαδή για το γεγονός ότι θα τον σχολιάσουν αν απέχει–, να ακολουθεί κατά πολύ, για τα δεδομένα του, το πρόγραμμα που επέβαλλα, «γιατί πια έχουμε παιδιά».

Τι χρειάζονται στ’ αλήθεια τα παιδιά;

Ευτυχώς, προσπαθώντας να καταλάβω καλύτερα τον σύντροφό μου για να μη συγκρούομαι μαζί του, άρχισα σταδιακά να καταλαβαίνω κι εμένα και να αναγνωρίζω τη δυσκολία τού να λέω «όχι», αν για διάφορους λόγους δεν μπορώ να πω «ναι». Σήμερα, έπειτα από χρόνια εργασιακής και γονεϊκής εμπειρίας, δουλειάς με τον εαυτό μου και πολλών διαβασμάτων, αναγνωρίζω ότι τα πρώτα χρόνια της μητρότητας, κατά τις εορταστικές περιόδους, έκανα ένα μεγάλο λάθος: Παρασύρθηκα από αόρατες κοινωνικές επιταγές –από το ευρύτερο περιβάλλον μου «που γιορτάζει παραδοσιακά», από τα σχολεία των παιδιών, όπου οι εμπειρίες συγκρίνονταν, από ένα σωρό άρθρα (πολλά εκ των οποίων δικά μου) και ρεπορτάζ σε παραδοσιακά και νέα μέσα για το «Πώς θα περάσετε τέλεια οικογενειακά Χριστούγεννα» ή για τις «Τοπ Τεν χριστουγεννιάτικες δραστηριότητες για οικογένειες» (σύμφωνοι, αλλά όχι να πας και στις τεν, αρκούν ουάν του, άντε θρι), τέλος πάντων από κάθε «must do» που βρισκόταν στον δρόμο μου–, με αποτέλεσμα να βάλω κάμποσες φορές σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα τον εαυτό μου και την ηρεμία μου – και, άθελά μου, και την ηρεμία των παιδιών μου, είτε γιατί ψυχανεμίζονταν την τρικυμία μέσα μου είτε γιατί δεν τους άρεσε να τα φορτώνω με καθημερινές έντονες εμπειρίες, αλλά δεν ήξεραν πώς να το εκφράσουν με λόγια.

Όπως φαντάζεστε το εξέφραζαν με εκνευρισμό. Γιατί πώς να καταλάβει ένα παιδί ότι τα 10 δώρα σε μια μέρα, από το κάθε καλεσμένο, δεν είναι κάτι ευχάριστο, αλλά κάτι σύνθετο, ανούσιο και βλαπτικό; Πώς να καταλάβει ότι υπάρχει ένα όριο στα γλυκά που μπορεί να καταναλώσει, αλλιώς θα πονέσει η κοιλιά του και θα έχει υπερένταση; Πώς να καταλάβει ότι είναι αδύνατον να διασκεδάσει μέσα σε έναν χώρο φτιαγμένο ειδικά για παιδική διασκέδαση, με χιλιάδες άλλα πεντάχρονα να ουρλιάζουν γύρω του, με ατέλειωτες ουρές, με έντονη φασαρία; Λούνα Παρκ δεν το λένε; Μα είναι δυνατόν να μην περάσει καλά; Τι κλαίει, πάλι, το αχάριστο παλιόπαιδο;

Έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια, ώσπου να αρχίσω σταδιακά να αλλάζω και να βοηθώ τα παιδιά μου, αντί να τα φορτώνω με εμπειρίες πολλαπλάσιας δυναμικής από αυτή που μπορούσαν να αντέξουν. Ας πούμε, να προτείνω –και να κάνουμε– ταξίδια στη φύση, στα χιονισμένα βουνά, αντί του συνηθισμένου αθηναϊκού πλήρους παιδικού προγράμματος διασκέδασης. Ή να μην αισθάνομαι άσχημα που αρνήθηκα κάποια πρόσκληση ή που δεν είδαμε όλες τις παιδικές χριστουγεννιάτικες παραστάσεις ή που δεν διαβάσαμε όλα τα παιδικά χριστουγεννιάτικα βιβλία ή που δεν βολτάραμε παντού στη στολισμένη πόλη ή που δεν πήγαμε σε όλα τα καλέσματα και τα πάρτι ή που ανοίξαμε το σπίτι μας δυο και όχι έξι φορές… Ή –το βασικότερο, το οποίο, όμως, μου αναγνωρίζω ότι έκανα πάντα, παρά τα αρνητικά σχόλια από όλους μέσα στα μούτρα μου– το ότι δεν χάλασα ΠΟΤΕ τη ρουτίνα του ύπνου τους, την οποία είχαμε κατακτήσει οικογενειακώς πολύ έγκαιρα.

Οι δυο εορταστικές περίοδοι της πανδημίας, που μου έδωσαν κοινωνικό άλλοθι να ξεκουραστώ και να χαρώ με την οικογένειά μου και μόνο (όχι, δεν συναντούσαμε «κρυφά» κόσμο ούτε παρευρεθήκαμε σε τραπέζια, αν και κληθήκαμε. Όχι, δεν πήγαμε σε θέατρα και σινεμά και εστιατόρια τη χρονιά που άνοιξαν με μέτρα), καθώς και η προηγούμενη και η επόμενη, κατά τις οποίες ταξιδέψαμε οι τέσσερίς μας μακριά από γιορτές και πανηγύρια, με έκαναν να συνειδητοποιήσω τη σημασία της ηρεμίας, ακόμα και την πιο έντονη κοινωνικά περίοδο, αυτή που έρχεται μια εβδομάδα πριν από το τέλος της μιας χρονιάς και φεύγει μια εβδομάδα μετά την αρχή της άλλης. Αυτή την ηρεμία θα επιδιώξω και φέτος, αποδεχόμενη με ένα τεράστιο χαμόγελο όλα τα «όχι», που έρχονται –επιτέλους! – με την εφηβεία και όλα τα «ναι», που αποκτούν ξεχωριστό βάρος, όταν τα ακούσεις από εφηβικά στόματα. Τελικά, στα «ναι» των εφήβων κρύβονται οι σωστές επιλογές των γονέων κατά την παιδική ηλικία.

Ένα δώρο προς όλους τους γονείς

Πόσες φορές δεν έχω σκεφτεί τον θυμόσοφο λαό και το «Στερνή μου γνώση, να σε είχα πρώτα»… Προφανώς, δεν είμαι εγώ που θα σας υποδείξω πώς θα γιορτάσετε. Οι αντοχές και οι ανάγκες της κάθε οικογένειας είναι διαφορετικές. Έχω, όμως, να σας προτείνω ένα βιβλίο, ως δώρο στον εαυτό σας ή σε «συναδέλφους» γονείς. Δεν είναι χριστουγεννιάτικο ούτε παιδικό. Είναι ένα βιβλίο γονεϊκότητας για μπαμπάδες και μαμάδες. Ονομάζεται Ήρεμοι Γονείς και συγγραφέας του είναι η Βρετανίδα Σάρα Όκγουελ-Σμιθ, μεταξύ πολλών άλλων ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, ομοιοπαθητικός, βοηθός περιγεννητικής φροντίδας και μητέρα τεσσάρων παιδιών.

Η Όκγουελ-Σμιθ αναγνωρίζει ότι η πλειονότητα των σύγχρονων γονέων δεν κατορθώνουν να είναι ούτε ήρεμοι ούτε ψύχραιμοι, μολονότι αναγνωρίζουν την ανάγκη για έναν πιο ήπιο και θετικό τρόπο άσκησης αυτού του ρόλου τους. Τα αρνητικά συναισθήματα και το καθημερινό στρες τούς στέκονται εμπόδιο, με αποτέλεσμα να είναι θυμωμένοι και ζορισμένοι, ενοχικοί και θλιμμένοι, ιδιαίτερα σε μεταβατικές περιόδους της ζωής. Ας μην ξεχνάμε πως η Πρωτοχρονιά είναι μια από αυτές: η ημέρα που «επιβάλλεται» να περάσουμε με χαρές και γέλια, να αφήσουμε πίσω τα λάθη και τα στραβά του παρελθόντος και να θέσουμε νέους στόχους: τις πολυφορεμένες και σχεδόν πάντοτε ακυρωμένες «New Year’s Resolutions», τις αποφάσεις ζωής για την καινούργια χρόνια, που ναι μεν έχουν πρόσημο θετικό, αλλά ταυτόχρονα είναι απίστευτα αγχωτικές.

Dolce far niente

Δεν θέλω να μαρτυρήσω πολλά για το βιβλίο, αναζητήστε το και σας εγγυώμαι ότι θα το λατρέψετε. Θέλω μόνο να αναφερθώ σε ένα κεφάλαιο που μιλά για αυτό που όλοι έχουμε λησμονήσει ή μάλλον για αυτό που μας απαγορεύεται μέσα στην τρέλα του 21ου αιώνα, ιδιαίτερα αν είμαστε γονείς: Στη χαμένη τέχνη τού να μην κάνουμε ΤΙΠΟΤΑ. Χωρίς ενοχές. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ένας εφικτός στόχος για τις ημέρες που έρχονται, διότι για να τον κατακτήσεις χρειάζεται πολλή δουλειά. Δεν πατάς ένα κουμπάκι και ως διά μαγείας αρχίζεις να κοιτάς το ταβάνι για ώρες ή να χουζουρεύεις ή να διαλογίζεσαι, ενώ δίπλα σου (θεωρείς ότι ή μπορεί πράγματι) ο κόσμος καίγεται.

Όμως, σε μια περίοδο όπου επιτυχημένος θεωρείται ο πολυπράγμων, ο πολυάσχολος, ο δουλευταράς, ο καημένος ο γονιός οδεύει ολοταχώς προς την καταστροφή. Όταν καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία που προσπαθεί διαρκώς να μας ωθεί να κάνουμε περισσότερα, να αγοράζουμε περισσότερα και να είμαστε κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη είμαστε, τότε θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε πως τελικά η ευτυχία και η ηρεμία κρύβονται, τις περισσότερες φορές, στα λιγότερα.

Πόσον καιρό έχετε να βαρεθείτε, όπως βαριόσασταν τα παιδικά σας καλοκαίρια ή τις ατέλειωτες Κυριακές; Πόσον καιρό έχετε να αισθανθείτε ότι «αναπαυτήκατε»; Όταν συνειδητοποιήσετε ότι η αυταξία σας ως γονιών δεν εξαρτάται από τον όγκο των πραγμάτων που κάνετε με τα παιδιά σας, τότε θα ηρεμήσετε. Πολύ. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που έχετε να κάνετε όχι μόνο στον εαυτό σας, αλλά κυρίως στα παιδιά σας. Μήπως φέτος τα Χριστούγεννα ήρθε η ώρα να χαρίσετε μια μέρα σε εσάς και να διαβάσετε τούτο το βιβλίο, με αυτό-καλοσύνη; Η απάντησή μου είναι «ΝΑΙ!!!» Κι αυτό θα ευχηθώ για το 2024: Ηρεμία για τους μεγάλους, που θα φέρει αυτόματα ηρεμία και στους μικρούς.

Διαβάστε: Σάρα Όκγουελ-Σμιθ, Ήρεμοι Γονείς, μετάφραση: Βεατρίκη Κάντζολα-Σαμπατάκου, Εκδόσεις Μίνωας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ






Facebook

Newsletter

Συμπληρώστε το email σας για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα νέα του Τaλκ

Δήλωση Απορρήτου και Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

talcmag.gr ©2023 – All Right Reserved.