Αρχική 24 ΩΡΕΣ ΜΠΑΜΠΑΣ 24 ΩΡΕΣ ΜΠΑΜΠΑΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΩΤΣΑΣ
Γιώργος Γιώτσας

24 ΩΡΕΣ ΜΠΑΜΠΑΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΩΤΣΑΣ

από Τaλκ

Γιώργος ΓιώτσαςΟ συγγραφέας Γιώργος Γιώτσας μιλάει στο Τaλκ για το εικοσιτετράωρό του ως εργαζόμενου μπαμπά του Νικόλα και του Θάνου.

“Σήκω Γιώργο!”
“Σε λίγο”, απαντώ, ψέμα φυσικά.
Θέλω να κοιμηθώ, νιώθω το σώμα μου σαν πολυκατοικία με τα φώτα σβηστά σε όλους τους ορόφους, θέλω να κοιμηθώ κι άλλο… Έχει όμως σκοτεινιάσει. Ένα από τα “δωράκια” τού να κάνεις νυχτερινές βάρδιες είναι ότι δεν είναι ανάποδα μόνο τα ωράρια της δουλειάς –είναι ανάποδα και τα ωράρια του ύπνου και όλη σου η ζωή είναι ανάποδη. Φυσικά, η Αγγελίνα με αφήνει λίγο λάσκα και μου δίνει αυτά τα “δεκαπέντε λεπτά”, όχι δημοσιότητας, αλλά χουζουρέματος. Ο Νικόλας πάλι είναι απόλυτος σε αυτό: Tο απόγευμα, έχει ήδη φάει, παίξει, δει τηλεόραση και θέλει τον μπαμπά του. Οπότε έρχεται και ανοίγει την πόρτα του υπνοδωματίου (με κρότο συνήθως, σαν ηχητικό εφέ στα αυτιά μου που θα ζήλευε και η καλύτερη χολιγουντιανή ταινία) και χωρίς περιστροφές με πιάνει με τα δύο χεράκια του συνήθως από τους ώμους και με κουνάει. Άλλες φορές, απλώς μου ακουμπάει τα μάγουλα, λες και θέλει να βεβαιωθεί για κάτι. “Έι! Ξύπνα μπαμπά πια!” σαν να λέει, “Κοιμάσαι όλο το βράδυ που κοιμόμαστε εμείς, κοιμάσαι και όλη τη μέρα! Μα τι γίνεται εδώ;!” Όμως, δεν μου λέει κάτι από όλα αυτά, ο Νικόλας είναι στο φάσμα του αυτισμού και δεν λέει λεξούλες· αλλά κάθε φορά που νιώθω το άγγιγμα του και ξυπνάω, αυτό δεν θα το άλλαζα για καμία λέξη του κόσμου –(και ως συγγραφέας τα τελευταία δέκα χρόνια, καταλαβαίνετε πόσο αγαπώ τις λέξεις, όμως πόσο ασήμαντες μου φαίνονται ακόμα και αυτές, μπροστά στη ζεστασιά από τα ακροδάχτυλα του γιου μου στα μάγουλα μου).

Πηγαίνω στο WC με τον Νικόλα να με συνοδεύει μέχρι την πόρτα και όταν τραβάω το καζανάκι μπαίνει μέσα και ανοίγει τη βρύση για να πλύνω τα χέρια μου. Με κοιτάει με κάτι μάτια σοβαρά μέχρι να τα πλύνω και μετά κλείνει τη βρύση και μου δίνει την πετσέτα για να σκουπίσω το νερό από τις παλάμες μου. “Σε ευχαριστώ Νικόλα. Βάζεις σε τάξη τη ζωή μου”. Στη συνέχεια του λέω μια μόνο λεξούλα –αν και στ’ αλήθεια δεν χρειάζεται, ξέρει πολύ καλά τι κάνει ο μπαμπάς του στις πέντε το απόγευμα. Απλώς του λέω “Καφέ“. Ο μικρός βάζει τετάρτη και εξαφανίζεται μέσα σε ποδοβολητά. Μέχρι να φτάσω στην κουζίνα έχει ήδη βγάλει την αγαπημένη μου κούπα (με τον μικρό πρίγκιπα και το τριαντάφυλλο) και ένα κουταλάκι. Παλιά φοβόμουν κάθε φορά που ο Νικόλας κρατούσε κάτι εύθραυστο. Τώρα καταλαβαίνω πόσο μεγάλη χαζομάρα ήταν αυτό. Ο φόβος μας γενικά είναι χαζομάρα. “Μπράβο Νικόλα!” του λέω και χαμογελάω. Ο μικρός με κοιτάει με λατρεία στα μάτια και μετά το βλέμμα του πέφτει στο κουτί του καφέ. Φτιάχνω φραπέ και του ζητάω να μου φέρει τα παγάκια. Ιεροτελεστία: Τα βγάζει από την παγοθήκη και τα πετάει στο ποτήρι λες και είναι ο Σπανούλης που κάνει λέι απ στο καλάθι. Τα παρακολουθεί καθώς βυθίζονται. Γελάει και μετά, χωρίς να του το ζητήσω, μου φέρνει γάλα. Αχ ρε Νικόλα, ο πιο νόστιμος καφές.

Πηγαίνουμε στο σαλόνι, όπου η Αγγελίνα ταΐζει φρουτόκρεμα το μωρό και καθόμαστε όλοι μαζί. Συζητάμε με την Αγγελίνα για τη μέρα της, με ρωτάει για τη δικιά μου νύχτα, κάνουμε σχέδια για διακοπές και κοιτάζουμε τους λογαριασμούς. Μόλις τελειώνω τον καφέ, τρώω ένα μπολ κορν φλέικς. Ο Νικόλας έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Με κοιτάει στα μάτια και χαμογελάει σκανταλιάρικα. “Αχ με τις γαλιφιές σου!” του λέω και αρχίζουμε να τρώμε μαζί. Μια κουταλιά ο μπαμπάς, μια κουταλιά ο Νικόλας και το πάμε έτσι μέχρι να δούμε άσπρο πάτο. Η γιαγιά μου έλεγε “Πρώτα το φαγητό και μετά τα υπόλοιπα!” Έτσι είναι· και τώρα είναι η ώρα του χορού! Βάζουμε τα “Ζουζούνια” και δίνω από δύο λευκά πετσετάκια μπάνιου στον Νικόλα και άλλα δύο στον μικρό, τον Θανούλη, που μόλις ακούει τη μουσική πετάγεται από τον καναπέ και πατάει στα στρουμπουλά ποδαράκια του και να τος, έρχεται δίπλα στον Νικόλα. Με το που αρχίζει το τραγούδι (και δυνατά, εντάξει ο μπαμπάς ακούει Iron Maiden συνήθως, αλλά και στα ζουζούνια η ένταση ανεβαίνει) τους φωνάζω: “Πάμε!” και αρχίζω να χορεύω με ένα χορό που μάλλον θα έκανε την πίστα σε ένα μπαρ να αδειάσει γρήγορα και ατάκτως, αλλά τα παιδιά ενθουσιάζονται! Κουνάω τα άσπρα πετσετάκια κυκλικά με τους καρπούς μου να πιάνουν φωτιά και με ενθουσιασμό βλέπω τα παιδιά να κάνουν το ίδιο! Δύο αγόρια που χορεύουν με τον μπαμπά (και τη μαμά, σε βλέπω, Αγγελίνα, που μας κοιτάς και γελάς) κουνώντας τα πόδια τους πάνω και κάτω σαν να κάνουμε ζούμπα και ανεμίζοντας στα χέρια τους λευκά πετσετάκια. Perfetto! Γουστάρω τρελά να ακούω το γέλιο τους, να ακούω τη δική μου ανάσα καθώς χοροπηδάω και τους λέω: “Πιο γρήγορα! Χορέψτε μαζί μου!”

Όταν τελειώνουν τα τραγουδάκια, ορμάμε στο χαλί όπου έχουν τα παιχνίδια τους και παίζουμε με αυτοκινητάκια, δεινόσαυρους (το αγαπημένο του Θανούλη που κάνει και τους ήχους -ΑΑΑΡΡΡΓΚΧ!) και παζλ και LEFO και ενσφηνώματα. Ο Νικόλας, όπως και πολλά παιδιά στο φάσμα του αυτισμού, μπορεί να έχει προβλήματα στον λόγο, αλλά η μνήμη του και οι ικανότητες του στα παζλ είναι καλύτερες και από τις δικές μας. Μερικές, μάλιστα, κατά πολύ. Τον βλέπω να ενώνει κομμάτια με μια ταχύτητα που με συναρπάζει. Μετά σειρά έχει το κυνηγητό. Ο Θάνος κάνει την αρχή (σηκώνεται και φωνάζει “Κού-κααα”, δηλαδή Νικόλα) και ο αδερφός του γελάει και αρχίζουν να τρέχουν στο σπίτι από άκρη σε άκρη και αρχίζω να τρέχω και εγώ και μόλις τους πιάνω τους γαργαλάω μέσα σε γέλια. Ή πατάω κάποιο LEGO ξυπόλητος κι εκεί να δεις γέλια τα μικρά.

Η μαμά, που τους έχει πάει ήδη στην παιδική χαρά και τους έχει κάνει ένα σωρό δραστηριότητες (μαζί με το φαγητό και το μπάνιο), βρίσκει την ώρα της το απόγευμα να ξεκουραστεί. Πολλές φορές, όμως, θα βγούμε όλοι μαζί βόλτα και το απόγευμα, με τους δύο τρεχαλίτσες να μας κάνουν να ευχόμαστε να ανοίξουν τα γυμναστήρια ξανά για να βρούμε τη φόρμα μας. Είναι εντυπωσιακό πόση ενέργεια έχουν τα παιδιά και πραγματικά θαυμάζω τις μητέρες και τους πατεράδες που διαχειρίζονται με αγάπη την ενέργεια αυτή.

Η ώρα του ύπνου φτάνει, πλένουμε δοντάκια και τα δύο αγόρια ξαπλώνουν με φιλιά, αγκαλιές, καληνύχτες και πειράγματα. Όταν τα πρώτα ροχαλητά ξεκινούν, πηγαίνω να ξυριστώ, μετά θα ντυθώ και αφού πάρω ένα φιλί ξεκινάω για τη δουλειά. Στη δουλειά θα βρω τον απαραίτητο χρόνο να διαβάσω και να γράψω μεταξύ τρεις και πέντε το πρωί, όταν έχουν ολοκληρωθεί οι αφίξεις και η χαρτοδουλειά και πριν από τις πρώτες πρωινές αναχωρήσεις: Περίεργο. Ενώ η καρδιά της νύχτας είναι η χειρότερη ώρα για να κάνεις σκέψεις, είναι η καλύτερη ώρα για να γράψεις ένα βιβλίο. Επίσης, η ησυχία μιας άδειας ρεσεψιόν, εκείνες τις ώρες… Η συγγραφή είναι τα χίλια πρόσωπα που βρίσκονται μέσα μου. Είναι το ένα και μοναδικό πρόσωπο που με κοιτάει όταν μένω ολομόναχος.

Οκτώ το πρωί είμαι πίσω, με την κούραση της βραδιάς και της βάρδιας να αναμετριέται με την καφεΐνη που ρέει στις φλέβες μου. Φιλάω την Αγγελίνα και τον Θανούλη. που με κοιτάει με δύο τεράστια μάτια αγουροξυπνημένος, και παίρνω τον Νικόλα για να πάμε στο ειδικό σχολείο. Καθώς πηγαίνουμε, εκείνος γεμάτος ζωντάνια, εγώ με τις τελευταίες μου δυνάμεις πριν κοιμηθώ, τον κοιτάω και χαμογελάω. Χαμογελάει και εκείνος με μάτια ολόλαμπρα, παιχνιδιάρικα, γεμάτα ζωή. Είναι σαν να μου λέει: “Πάλι κουρασμένος είσαι μπαμπά, μα δεν σου έφτανε τόσος ύπνος;” και με τραβάει από το χέρι να πάμε πιο γρήγορα.

Οι γονείς του έζησαν τα παιδικά τους χρόνια στην επαρχία, αλλά ο Γιώργος Γιώτσας έμελλε να γεννηθεί και να μεγαλώσει στην Αθήνα. Απ’ το σχολείο άρχισε να γράφει ιστορίες και παραμύθια, όμως η συγγραφή θα τον κέρδιζε αρκετά χρόνια αργότερα. Ασχολήθηκε με το σκίτσο, τα κόμικς, το τραγούδι και την ηθοποιία. Όταν η συγγραφή επέστρεψε στη ζωή του, την αποδέχτηκε με αγάπη και ειλικρίνεια. Έμπνευση βρήκε τις μικρές ώρες της νύχτας, μόνος, σε μια ρεσεψιόν ξενοδοχείου. Είναι ήδη πολυβραβευμένος συγγραφέας σε Ελλάδα και Αμερική. Όλα τα βιβλία του έχουν συλλέξει βραβεία και διακρίσεις, αλλά πάνω απ’ όλα την αγάπη του αναγνωστικού κοινού, κάτι για το οποίο είναι ευγνώμων. Το Κάτω από το Κρεβάτι, ύστερα από ψηφοφορία 170.000 αναγνωστών, αναδείχθηκε στα δέκα καλύτερα βιβλία του είδους στα Public Book Awards. Ο συνάδελφός του Γιάννης Μαργέτης έγραψε ότι «ο Γιώργος Γιώτσας αγαπάει αυτό που κάνει», ενώ ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος-Πιπεριάν τον χαρακτήρισε «ανθρώπινο συγγραφέα». EsquireMysteryTV Zapping και Athens Voice είναι κάποια από τα μέσα που φιλοξένησαν συνεντεύξεις του και αφιερώματα. Ο Γιώργος συνεχίζει να γράφει με συνέπεια, και αυτό τον καιρό ετοιμάζει τα επόμενα συγγραφικά ταξίδια. Το Κουτί, το οποίο βραβεύτηκε πρόσφατα και με το «Όσκαρ 2020» της Athens Voice, ως το καλύτερο βιβλίο fiction από τους αναγνώστες του περιοδικού, είναι το πρώτο του μυθιστόρημα από τις Εκδόσεις BELL.Η Ζένια, μαθήτρια της δευτέρας λυκείου, βιώνει μια δυσβάσταχτη καθημερινότητα, όπου έρχεται αντιμέτωπη με τον ρατσισμό και το μπούλινγκ στη γειτονιά της και στο σχολείο. Μέλος μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, με δυο γονείς που δείχνουν αδιάφοροι και επικίνδυνοι, η Ζένια δίνει όλη της τη φροντίδα και τη στοργή στον μικρό της αδερφό Νικόλα, που την έχει ανάγκη. Το πάθος της για τη μουσική και η ανακάλυψη των αισθημάτων ενός συμμαθητή της για κείνη, θα δώσουν στην κοπέλα την ελπίδα και το κίνητρο που χρειάζεται για να προχωρήσει μπροστά. Μέχρι τη στιγμή που ένας καθηγητής της θα εισβάλει στη ζωή της, την ίδια περίοδο που ο αδερφός της αρρωσταίνει πολύ σοβαρά. Τότε εκείνη θα αρχίσει να γλιστράει στα σκοτάδια του μυαλού… και ο εφηβικός της θυμός θα εξαπλωθεί μέσα της όπως το μελάνι εξαπλώνεται στο καθαρό νερό. Το Κουτί είναι ένα βιβλίο για τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων… Ένα σκληρό και ταυτόχρονα ευαίσθητο μυθιστόρημα για το θυμό, τα όνειρα, τη φιλία και την αγάπη. Μια συγκλονιστική ιστορία για το πώς η ελπίδα ενός νέου ανθρώπου αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα σε μια πραγματικότητα που του ζητάει να θυσιάσει ό,τι πιο πολύτιμο έχει. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ






Facebook

Newsletter

Συμπληρώστε το email σας για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα νέα του Τaλκ

talcmag.gr ©2023 – All Right Reserved.